ζυμωτικός

ζυμωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ζύμωση: Ζυμωτική ουσία.
2. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα: Ζυμωτική μηχανή.
3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ζυμωτικά αμοιβή για το ζύμωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζυμωτικός — ή, ό (Α ζυμωτικός, ή, όν) [ζυμώ] αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό το ένζυμο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά η… …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτικοί — ζυμωτικός causing to ferment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυμωτικῆς — ζυμωτικός causing to ferment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”