- ζυμωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που προκαλεί ζύμωση: Ζυμωτική ουσία.2. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα: Ζυμωτική μηχανή.3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ζυμωτικά αμοιβή για το ζύμωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.